σφλομώνω

σφλομώνω
Ν
βλ. φλομώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φλομώνω — και φλωμώνω και σφλομώνω Ν [φλόμος / σφλόμος] 1. ναρκώνω τα ψάρια ρίχνοντας στη θάλασσα φλόμο, ναρκωτική ουσία από το ομώνυμο φυτό 2. διαχέω καπνό, συνήθως δύσοσμο, δημιουργώντας αποπνικτική ατμόσφαιρα («μας φλόμωσες με τα τσιγάρα σου») 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”